- ποικίλης
- ποικίλοςmany-colouredfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ποικίλης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποίκιλα — Ποικίλης masc voc sg Ποικίλης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποικίλαις — Ποικίλης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποικίλαισι — Ποικίλης masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποικίλη — Ποικίλης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποικίλην — Ποικίλης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποικίλου — Ποικίλης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποικίλῃ — Ποικίλης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποίκιλ' — Ποίκιλα , Ποικίλης masc voc sg Ποίκιλα , Ποικίλης masc nom sg (epic) Ποίκιλαι , Ποικίλης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek